τσέμπαλο

τσέμπαλο
(Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω μέρος των πλήκτρων. Τα τελευταία αυτά, με την πίεση του δακτύλου, ενεργούν ως μοχλός πάνω στο σαλταρέλο, που ανασηκώνεται· με τον τρόπο αυτό το γλωσσίδιο χτυπά ελαφρά τη χορδή και αφού προκαλέσει τον ήχο ξαναγυρίζει στη θέση του. Στα τελειότερα μοντέλα –με διπλή ταστιέρα– κάθε πλήκτρο έχει δύο ή περισσότερα σαλταρέλι (και επομένως ίσο αριθμό γλωσσιδίων) που χτυπούν τη χορδή σε διάφορα σημεία, πετυχαίνοντας έτσι πλουσιότερη ποικιλία ηχοχρωμάτων. Σε κάθε πλήκτρο επίσης μπορούν να αντιστοιχούν περισσότερες χορδές: τότε το γλωσσίδιο, μετακινούμενο κατάλληλα από το ποδόπληκτρο που ρυθμίζει τον παλμό της χορδής, μπορεί να χτυπήσει μια ή περισσότερες χορδές. Καταγόμενο από το ψαλτήριο κατά τα τέλη του 14ου αι., το τ. δέχτηκε ωσότου τελειοποιηθεί κατά τα μέσα του 16ου αι., πολλές τεχνικές μεταβολές. Στην Ιταλία, το όργανο αυτό είχε εξαιρετική επιτυχία από τον 16o έως τον 18o αι. Στην Αγγλία, όπου άρχισε να κατασκευάζεται τον 16o αι. με το όνομα βιρζινάλιο (virginal), παρουσιάστηκε, επί βασιλείας της Ελισάβετ (1558 – 1603), η πρώτη σχολή για τη διδασκαλία του, που χαρακτήριζε την πλήρη απομάκρυνση από τη χορωδία και την ενόργανη μουσική. Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ο Γουίλιαμ Μπερντ έγραψε εξαιρετικά πρωτότυπες συνθέσεις που ένωσε σε ένα μόνο έργο, τα Παρθένια (Parthenia), πρώτη συλλογή μουσικής για τ. που τυπώθηκε. Οι συνθέτες για τ. διακρίθηκαν ιδιαίτερα κατά τον 17o αι.: οι Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι στην Ιταλία, Σάμουελ Σάιτ στο Λουξεμβούργο, Γιαν Πιετερσζόον Σβεέλινκ στην Ολλανδία και Ζακ Σαμπιόν ντε Σαμπονιέρ στη Γαλλία. Περίφημα κομμάτια για τ. έγραψαν ο Μπαχ, ο Χέντελ, ο Βιβάλντι, ο Μότσαρτ, ο Κουπερέν, ο Σκαρλάτι. Κατόπιν, το τ. άρχισε να παρακμάζει και, αφού εκτοπίστηκε από το πιάνο, λησμονήθηκε από τη ρομαντική μουσική. Στα τέλη του 19ου αι. σημειώθηκε μια αναγέννηση του οργάνου, που αξιοποιήθηκε αργότερα με την τέχνη της περιφημότερης τσεμπαλίστριας των νεότερων χρόνων, της Πολωνέζας Βάντα Λαντόφσκα, για την οποία έγραψαν κονσέρτα ο Φρανσίς Πουλένκ και ο Μανουέλ ντε Φάλια. Περίεργη αναβίωση του τ. σημειώθηκε και κατά το δεύτερο μισό του 20ού αι., στο πεδίο της πειραματικής μουσικής, με τη χρησιμοποίηση του παλαιού αυτού οργάνου στην αναζήτηση νέων ηχοχρωματικών συνδυασμών, ιδιαίτερα σε συνθέσεις για τ. του Φράνκο Ντονατόνι (1925) και στη Σερενάτα του Γκοφρέντο Πετράσι, όπου ο αρχικός τόνος του τ., ελαφρός και διακριτικός, που κυμαίνεται μεταξύ της κιθάρας και της άρπας, ξαναχρησιμοποιήθηκε σε πρωτότυπους συνδυασμούς. Το τσέμπαλο, με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του, ήταν κατά το 17o και 18o αιώνα ο πρωταγωνιστής της ευρωπαϊκής ενόργανης μουσικής.
* * *
και τσίμπαλο, το, Ν
μουσικό όργανο αποτελούμενο από τραπεζοειδές ηχείο που φέρει τεταμένες επάνω του μεταλλικές χορδές οι οποίες πλήττονται με δύο ειδικές μικρές και λεπτές ράβδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. cembalo < λατ. cymbalum < κύμβαλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσέμπαλο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με πλήκτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκαρλάτι — (Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… …   Dictionary of Greek

  • τσεμπαλίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέμπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέμπαλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • κλαβεσίνο(ν) — και κλαβεσέν, το μουσ. πληκτροφόρο νυκτό όργανο, αλλ. αρπίχορδο, τσέμπαλο ή κλαβιτσέμπαλο, γνωστό και με τον παλαιό όρο κλαβικύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clavecin] …   Dictionary of Greek

  • διεύθυνση ορχήστρας — Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο,… …   Dictionary of Greek

  • κατακαλί — Αρχαίος ινδικός χορός. Είχε αναπτυχθεί στην περιοχή Κεράλα (νότια Ινδία), όπου αποτελούσε αυλική καλλιτεχνική εκδήλωση. Τα θέματά του προέρχονταν από την επική ποίηση, από την παράδοση των πουρανικών θρησκευτικών κειμένων ή από τη γενικότερη… …   Dictionary of Greek

  • Παϊζιέλο, Τζιοβάνι — (Paisiello, Tάρας 1740 – Nάπολη 1816). Ιταλός συνθέτης. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης, εγκατέλειψε τη θρησκευτική μουσική χάρη της κωμικής όπερας, δρέποντας επιτυχίες (1764 66), στην Μπολόνια, στην Πάρμα …   Dictionary of Greek

  • Τζεμινιάνι, Φραντσέσκο — (Geminiani, Λούκα 1687 – Δουβλίνο 1762). Ιταλός συνθέτης και βιολιστής. Αφού σπούδασε με τους περιφημότερους δασκάλους, όπως ο Κορέλι και ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, και διακρίθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη Νάπολη ως κοντσερτίστας, ο Τ.… …   Dictionary of Greek

  • Τσιμαρόζα, Ντομένικο — (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”